Βαθμοί: εργαλεία αλλοτρίωσης και ιεράρχησης

2017-06-10 12:00

 

της Σοφίας Στεφανίδου, εκπαιδευτικός, Θεσσαλονίκη

 

Κάθε Μάιο- Ιούνιο χιλιάδες μαθητές, από το Δημοτικό ως το Λύκειο,  «κρίνονται» και «ελέγχονται» και αυτή η διαδικασία αποτυπώνεται σε βαθμούς. Από την άλλη πλευρά, φουντώνουν τα διλήμματα μεταξύ εκπαιδευτικών για το τι βαθμό να βάλω», «να τον κόψω ή να τον περάσω», αλλά και οι προβληματισμοί για το «αν πρέπει ή δεν πρέπει», «το αξίζει ή όχι», «μήπως, αν τον περάσω, ενισχύσω τη λογική της ήσσονος προσπάθειας» κι άλλα πολλά.

 

Τι ακριβώς, όμως, αποτυπώνουν οι βαθμοί; Είναι αναγκαίοι και γιατί; Για να απαντήσει κανείς ολοκληρωμένα στην αναγκαιότητα ή πολύ περισσότερο στη δικαιότητα των βαθμών, ως αποτύπωμα της αξιολόγησης των μαθητών, οφείλει να ξεκαθαρίσει ποιος ελέγχει, τι ακριβώς ελέγχει, γιατί και  για ποιον;

 

Ας τα πάρουμε με τη σειρά. Αυτός που ελέγχει είναι ο εκπαιδευτικός. Πράγματι! Σε στόχους, όμως, που δεν έχει βάλει ο ίδιος αλλά το εκάστοτε υπουργείο, σε μετρήσιμους ποσοτικά δείκτες που ορίζονται άνωθεν, σε πλαίσιο διδακτέας ύλης που προγραμματίζεται έξωθεν του σχολείου, σε τύπους εξέτασης προσδιορισμένους κ.λ.π. Στον αντίλογο, κάποιος θα ισχυριζόταν ότι ο εκπαιδευτικός έχει την παιδαγωγική ελευθερία να τα προσαρμόσει όλα τα παραπάνω σε ό,τι ο ίδιος έχει διδάξει και στο επίπεδο των μαθητών του. Παρόλα αυτά, δεν έχει την ελευθερία να αμφισβητήσει το καθορισμένο πλαίσιο αξιολόγησης των μαθητών και σε κάθε περίπτωση, αξιολογεί με πρωτεύον κριτήριο « τι γνωρίζει» ο μαθητής, όπως διατυπώνεται και στις εκφωνήσεις των ερωτήσεων, γραπτών ή προφορικών. Μάλιστα, μια γνώση ποσοτικοποιημένη κι από την άποψη της ποσότητας της ύλης και της διαβάθμισης κάθε μίας ερώτησης χωριστά. Απασχολεί ελάχιστους αν ο μαθητής κατανοεί αυτό που αποστήθισε, αν μπορεί να ερμηνεύσει τη σημασία του στη συγκεκριμένη πραγματικότητα, αν μπορεί να το συσχετίσει με άλλα εννοιολογικά σχήματα κ.ο.κ. Η γνώση μετατρέπεται σε κουτάκια που πρέπει να τσεκάρεις. Κι αυτό αφορά και στους «καλούς μαθητές». Για όλους, όμως, είναι  ασαφές τι ακριβώς κατέχει και τι δεν κατέχει ο μαθητής. Τι πετυχαίνει η διαδικασία αυτή; Βοηθά το μαθητή και τον εκπαιδευτικό να καταλάβει που είναι οι αδυναμίες του μαθητή, τι πρέπει να κάνει, τι νέους στόχους να βάλει; Κατηγορηματικά ΟΧΙ. Το μόνο που πετυχαίνει είναι να εκπαιδεύει στους μαθητές στον ανταγωνισμό, να τους κατατάσσει, να τους ιεραρχεί σε «άριστους» και «κακούς», σε ανώτερους και κατώτερους. Γι΄αυτό θα χρησιμοποιηθεί και ως δείκτης κατάταξης των σχολείων στα πλαίσια της λεγόμενης αυτονομίας και λογοδοσίας αυτών. Δε λειτουργεί ανατροφοδοτικά για κανένα μαθητή, ως προς την ουσία της μαθησιακής διαδικασίας παρά μόνο με κριτήριο πόσο χρόνο αφιέρωσε για να μελετήσει. Προσομοιάζει με εκείνη τη διαδικασία που θα βιώσει ο μαθητής ως μελλοντικός εργαζόμενος, όπου ο μισθός του θα αντιστοιχεί στις εργατοώρες που πούλησε στον εργοδότη του. Πολλαπλό, λοιπόν, το όφελος, για αυτούς που σχεδίασαν και επιβάλλουν την αξιολόγηση των μαθητών. Και εξοικειώνουν όλους με αυτή και παρουσιάζουν ως φυσική τάξη πραγμάτων την ιεραρχία και την κατανομή και προετοιμάζουν το μαθητή να πουλήσει με τους ίδιους όρους την εργατική του δύναμη στο μέλλον. Ακόμη πιο τραγική είναι η διαπίστωση ότι όσο αποξενωμένος είναι ο εργαζόμενος από το τι παράγει και για ποιον, άλλο τόσο είναι και ο μαθητής από αυτό που μαθαίνει. Παράγει και πουλά μόνο ό,τι έχει κέρδος. Έτσι και ο μαθητής μαθαίνει μόνο ό,τι μπορεί να εξαργυρώσει- σε πιστοποιητικό, υλικό ή ηθικό έπαθλο και  συχνά, απλοϊκά, αλλά αποκαλυπτικά ρωτά: «τι μου χρειάζεται αυτό να το μάθω»;

 

Κι όμως δεν υπάρχει μαθητής που από τα πρώτα χρόνια της ζωής του δεν κατέκλυζε τους γύρω του με τα ατελείωτα «γιατί αυτό, γιατί εκείνο». Δεν είναι άστοχη η άποψη ότι το σχολείο έτσι όπως είναι στο σύγχρονο καπιταλισμό, εξαφανίζει την έμφυτη φιλεπεριέργεια, τη χαρά της ανακάλυψης, της δημιουργίας, της μαγείας της μάθησης.

 

Ξαναγυρνώντας στους βαθμούς, είναι προφανές ότι, εκτός των παραπάνω, αποκρύπτουν ή με καλοπροαίρετη διάθεση, αδυνατούν να ανιχνεύσουν στο ελάχιστο τα αίτια της επίδοσης των μαθητών. Αντίθετα, προσδίδουν μια επίφαση ισότητας και εδραίωσης της λογικής της ατομικής προσπάθειας. Κι όμως. Ποιος μπορεί να ισχυριστεί ότι  η επίδοση των μαθητών δε σχετίζεται με την αυτοπεποίθηση, την ενίσχυση κινήτρων, εσωτερικών και εξωτερικών, την υποστήριξη, υλική, πνευματική και ηθική, την οικονομική και κοινωνική προέλευση του; Εντούτοις, εξακολουθεί να κυριαρχεί η αντίληψη ότι «είναι έξυπνος, αλλά δε διαβάζει», «είναι τεμπέλης»-παρ’όλο που η σύγχρονη παιδαγωγική με έμφαση υποστηρίζει τα περί του αντιθέτου. Μαθητές με διαφορετικό πολιτισμικό κεφάλαιο, οικονομική και κοινωνική θέση αντιμετωπίζονται «ίσα». Είναι σαν να βάζουμε έναν ελέφαντα και μια μαϊμού- όπως αποτυπώνεται σε γνωστή γελοιογραφία- να ανέβουν το δέντρο για να πιάσουν τους καρπούς. Για να μη σχολιαστεί και η συνειδητή αποσιώπηση της θέσης  ότι κανείς μαθητής δε μαθαίνει με τον ίδιο τρόπο. Πώς αλλιώς, όμως, θα δικαιολογιόταν η «ισοτιμία» της αξιολόγησης; Τελικά,  το μόνο που ενδιαφέρει είναι η αφομοίωση από τους ίδιους και την κοινωνία ότι η «πρόοδος» του καθενός είναι ατομική του υπόθεση κι ας θέτουν άλλοι τα πλαίσια, τους περιορισμούς και τους φραγμούς.

 

Μετά από όλα αυτά, προβάλλεται συνήθως το ύψιστο επιχείρημα: «καλά, υπάρχει πουθενά σχολείο, χωρίς βαθμούς και εξετάσεις;» ΝΑΙ, υπάρχει!  Είναι αυτό που παιδαγωγοί τέμνουν και τολμούν να σχεδιάσουν και να υλοποιήσουν άλλα εκπαιδευτικά συστήματα, όπως αυτά που περιγράφονται και στο ντοκιμαντέρ «απαγορευμένη εκπαίδευση». Σε αυτά, οι μαθητές, «διδάσκονται» όχι μόνο τις γνώσεις των βασικών επιστημονικών πεδίων, αλλά και στις υψηλότερες των πνευματικών δυνατοτήτων, όπως η έμπνευση, η δημιουργικότητα, η φαντασία, η κριτική σκέψη, ο συλλογισμός, ο συλλογικός σχεδιασμός, η συνεργασία κα. Ακόμα και να μην υπήρχαν, όμως, καθήκον όλων όσων υπερασπίζονται την αναγκαιότητα της μόρφωσης και αναγνωρίζουν τα δικαιώματα των μαθητών, με πρωταρχικό τις ανάγκες και τα όνειρά τους, οφείλουν να το αναζητήσουν.

 

Πηγή https://selidodeiktis.edu.gr