Σκίτσα, γελοιογραφίες, ποιήματα για τη χρονιά που πέρασε και τη χρονιά που έρχεται

2014-12-24 05:33

Μπέρτολτ Μπρεχτ, «Καταφύγια για τη νύχτα»

 

Ακούω πως στη Νέα Υόρκη

Στη γωνιά της 26ης Οδού και του Μπρόντγουαίη

Στέκει ένας άντρας κάθε βράδυ τους μήνες του χειμώνα

Και στους άστεγους που μαζεύονται βρίσκει ένα καταφύγιο για τη νύχτα

Κάνοντας εκκλήσεις στους διαβάτες.

Ο κόσμος έτσι δε θ’ αλλάξει.

Δε θα καλυτερέψουνε ανάμεσα στους ανθρώπους οι σχέσεις

Δε συντομεύει έτσι η εποχή της εκμετάλλευσης

Μα ωστόσο λίγοι άνθρωποι βρίσκουνε καταφύγιο για τη νύχτα

Για μια νύχτα τους φυλάγεις απ’ τον άνεμο

Το χιόνι που προορίζονταν γι’ αυτούς πέφτει στο δρόμο.

Σαν διαβάσεις τούτο ‘δω, μην κλείσεις το βιβλίο, άνθρωπε.

Λίγοι άνθρωποι βρίσκουνε καταφύγιο για τη νύχτα

Για μια νύχτα τους φυλάγεις απ’ τον άνεμο

Το χιόνι που προορίζονταν γι αυτούς πέφτει στο δρόμο

Μα ο κόσμος έτσι δε θ’ αλλάξει

Δε θα καλυτερέψουνε ανάμεσα στους ανθρώπους οι σχέσεις

Δε συντομεύει έτσι η εποχή της εκμετάλλευσης.

 

Νικηφόρος Βρεττάκος, «Οι τρεις άστεγοι»

Μια χειμωνιά, τρεις άστεγοι, που απ’ τον πάγο σβήναν

σε μια ταβέρνα που έκλεινε μπήκαν ορμητικοί.

Κι ενώ πολύ διψούσανε, καθόλου αυτοί δεν πίναν,

Αλλά το χώμα κοίταζαν κ’ οι τρεις τους σκεφτικοί.

Κι ο ταβερνιάρης που άλλοτε την ώρα αυτή σφαλούσε,

γιατί είχε σπίτι ερημικό και φαμελιά πολλή

να τους ειπεί πως πέρασεν η ώρα δεν τολμούσε

γιατί ήτανε παράξενοι και σκοτεινοί πολύ.

Κι όταν σαν άχνιζε η αυγή τον απαχαιρετήσαν

ένα κρασί τους πρόσφερε κι’ αυτός να ζεσταθούν,

ενώ από οίχτο κι ανθρωπιά τα μάτια του δακρύσαν.

Μ’ αυτοί, κ’ οι τρεις, περήφανοι, δεν πήρανε να πιουν.

 

 

 

Οι πόνοι της Παναγιάς, του Κώστα Βάρναλη

 

Πού να σε κρύψω, γιόκα μου, να μη σε φτάνουν οι κακοί;

Σε ποιο νησί του Ωκεανού, σε ποια κορφήν ερημική;

Δε θα σε μάθω να μιλάς και τ' άδικο φωνάξεις

Ξέρω πως θάχεις την καρδιά τόσο καλή, τόσο γλυκή,

που με τα βρόχια της οργής ταχιά θενά σπαράξεις.

 

Συ θα ‘χεις μάτια γαλανά, θα 'χεις κορμάκι τρυφερό,

θα σε φυλάω από ματιά κακή και από κακό καιρό,

από το πρώτο ξάφνιασμα της ξυπνημένης νιότης.

Δεν είσαι συ για μάχητες, δεν είσαι συ για το σταυρό.

Εσύ νοικοκερόπουλο, όχι σκλάβος, όχι σκλάβος ή προδότης

 

Τη νύχτα θα σηκώνομαι κι αγάλια θα νυχοπατώ,

να σκύβω την ανάσα σου ν’ ακώ, πουλάκι μου ζεστό

να σου τοιμάζω στη φωτιά γάλα και χαμομήλι,

κ’ υστέρα απ' το παράθυρο με καρδιοχτύπι να κοιτώ

που θα πηγαίνεις στο σκολιό με πλάκα και κοντύλι...

 

Κι αν κάποτε τα φρένα σου το Δίκιο, φως της αστραπής,

κι η Αλήθεια σου χτυπήσουνε, παιδάκι μου, να μη την πεις.

Θεριά οι ανθρώποι, δεν μπορούν το φως να το σηκώσουν.

Δεν είναι αλήθεια πιο χρυσή σαν την αλήθεια της σιωπής.

Χίλιες φορές να γεννηθείς, τόσες θα σε σταυρώσουν.

 

Ώχου, μου μπήγεις στην καρδιά, χίλια μαχαίρια και σπαθιά.

στη γλώσσα μου ξεραίνεται το σάλιο, σαν πικρή αψιθιά!

- Ω! πώς βελαζεις ήσυχα, κοπάδι εσύ βουνίσιο...-

Βοηθάτε, ουράνιες δύναμες, κι ανοίχτε μου την πιο βαθιά

την άβυσσο, μακριά απ’ τους λύκους να κρυφογεννήσω!

 

Ακούστε εδώ την εκπληκτική ερμηνεία του Ξυλούρη